Πρόδρομος Νικηφορίδης – Μπερνάρ Κουόμο
03.02.2005 ώρα 19:00
Το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής διοργάνωσε ένα νέο κύκλο διαλέξεων Ελλήνων αρχιτεκτόνων με τίτλο «Διαλέξεις ΕΙΑ 2005-2006». Ο κύκλος αυτός είχε ως στόχο τη διεύρυνση της πληροφόρησης γύρω από το έργο των αρχιτεκτόνων, και για τον λόγο αυτό έχουν επιλεγεί σημαντικοί επαγγελματίες οι οποίοι κλήθηκαν να αναπτύξουν τις απόψεις τους γύρω από την ελληνική αρχιτεκτονική και γύρω από το έργο τους.
Η ελληνική αρχιτεκτονική σήμερα συνεχίζει να αποτελεί ζητούμενο. Οι διαδικασίες που σχετίζονται με την άσκηση του επαγγέλματος, η ελλιπής διεξαγωγή των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, η σχέση της αρχιτεκτονικής με τη γενικότερη οικονομική πραγματικότητα του τόπου, ο ρόλος και οι δυνατότητες της κατασκευαστικής τεχνολογίας, η σταδιακή μετατροπή των αρχιτεκτόνων σε εκτελεστές προαποφασισμένων επιλογών των κατασκευαστικών εταιριών, το πρόβλημα των ολυμπιακών έργων, η σχέση της αρχιτεκτονικής με την κοινωνία, ο προβληματικός ρόλος της ελληνικής έντεχνης αρχιτεκτονικής και αστικής παράδοσης, η σχέση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής με την πραγματικότητα των ελληνικών πόλεων, το ζήτημα της αρχιτεκτονικής παιδείας, η σχέση της ελληνικής με τη διεθνή αρχιτεκτονική, η προβληματική στρατηγική προβολής της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο ρόλος της κριτικής, αποτελούν θέματα που συχνά δεν υποστηρίζουν αυτή καθαυτή την σχεδιαστική έρευνα και την ανάπτυξη της συνολικής ποιότητας του αρχιτεκτονικού έργου. Η αρχιτεκτονική σήμερα στην Ελλάδα προκαλεί ακόμα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα, και τα οποία έχουν επιλυθεί όχι μόνο στη Δύση αλλά και σε πολλές χώρες του αυτάρεσκα αποκαλούμενου «τρίτου κόσμου».
Στις απορίες αυτές επεδίωξε να δώσει απάντηση η σειρά των διαλέξεων του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής. Οι αρχιτέκτονες που προσκλήθηκαν και οι οποίοι ανήκουν σε μεγάλο βαθμό στη νεότερη γενιά, επεδίωξαν να αναπτύξουν αφενός θεωρητικές απόψεις γύρω από τα παραπάνω ζητήματα, αλλά και να διατυπώσουν τις αρχές που διέπουν την όποια προσωπική ποιητική στο πλαίσιο του δομημένου περιβάλλοντος.
« Η Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης: το νερό και η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου στη κοινωνία του θεάματος»
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΙΔΗΣ
Ο Πρόδρομος Νικηφορίδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Τουλούζη, βιομηχανικό σχεδιασμό στο Παρίσι και έκανε μεταπτυχιακά στην Ιστορία των Πολιτισμών στο Toulouse le Mirail και Πολεοδομία στη Σορβόννη. Το 1996 ξεκίνησε η συνεργασία με τον Μπερνάρ Κουόμο με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
ΜΠΕΡΝΑΡ ΚΟΥΟΜΟ
Γεννήθηκε στην Αλγερία, που ήταν αποικία της Γαλλίας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στην Γαλλία, στην σχολή της Τουλούζης και του Παρισιού. Το 1996 ξεκίνησε η συνεργασία με τον Πρόδρομο Νικηφορίδη με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Το αρχιτεκτονικό τους γραφείο κέρδισε το 1991 το Α΄ Βραβείο του Europan και ακολούθησαν πολλά άλλα βραβεία σε πανευρωπαϊκούς και διεθνείς διαγωνισμούς, Α΄ Βραβείο στο Διεθνή Διαγωνισμό για τον Ανασχεδιασμό του Μνημειακού Άξονα της Αριστοτέλους το 1997, Α΄ Βραβείο στο διαγωνισμό για την Ανάπλαση της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης το 2000 και Α΄ Βραβείο στον διαγωνισμό για την Ακαδημία Γραμμάτων και Πολιτισμού της Καλαμαριάς το 2003.
Για τη νέα Παραλία Θεσσαλονίκης:
Η Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης δεν υπήρξε ποτέ ένα υποβαθμισμένο και αποκομμένο τμήμα της πόλης με χρήσεις που εγκαταλείφθηκαν. Αντίθετα, υπήρξε πάντα μια περιοχή που συγκέντρωνε στοιχεία ελκυστικά για την πόλη, εντάσσονταν στην καθημερινή ζωή της συγκεντρώνοντας κυρίως, δραστηριότητες περιπάτου και αναψυχής. Αποτελεί ένα γραμμικό τόπο με περιορισμένο βάθος και μεγάλο μήκος, γεγονός που του προσδίδει ακριβή τα χαρακτηριστικά του “μετώπου”, του λεπτού φλοιού, που αναπτύσσεται πάνω στο προκλητικό όριο μεταξύ στεριάς και θάλασσας, μεταξύ φυσικού και κατασκευασμένου τοπίου. Ο σχεδιασμός σε αυτό το όριο οφείλει να συνυπάρξει και να συνδιαλλαγεί με το υδάτινο στοιχείο, δηλαδή τη φύση στην πιο ασταθή της μορφή. Ιδιαίτερα το θαλάσσιο φόντο στον κόλπο της Θεσσαλονίκης, αποτελεί ένα εκπληκτικό σκηνικό, όπου το εφήμερο και το μεταβλητό είναι τα κυρίαρχα στοιχεία. Η όποια επέμβαση σε αυτό το φόντο, παίρνει το χρώμα του, υπάρχει γιατί υπάρχει αυτό, δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί παρά να συνυπάρξει και να κερδίσει λίγη από την ακούραστη αίγλη του.