Κατάλογος 7ης Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων
2012
Διαθέσιμο.
Παραγγελία: info@heliarch.gr
ISBN: 978-960-98072-5-8
ΣΕΛΙΔΕΣ: 240
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 21×28 εκ.
(από τον κατάλογο)
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Μία Biennale αποτελεί ένα είδος περιοδικής απογραφής, η οποία στοχεύει στην ανθολόγηση της καλύτερης τρέχουσας παραγωγής των νέων δημιουργών. Η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής έχει πίσω της ήδη μια ιστορία δεκαεπτά ετών, που όπως φαίνεται και από τις πολυάριθμες συμμετοχές, έχει ήδη καταξιωθεί στα μάτια των νέων αρχιτεκτόνων.
Μία Biennale όμως δεν καταγράφει μόνον τα πεπραγμένα μιας εποχής, αλλά προβάλλει ορισμένα έργα από ένα ευρύτερο σύνολο ως τα πλέον αξιόλογα, αποτυπώνοντας μέσα από τις επιλογές της εκάστοτε επιτροπής το ‘στίγμα’ της διετίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Biennale αποτελεί την έκφραση ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού ‘ύφους’, από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία.
Η 7η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο αριθμό συμμετοχών με ένα σημαντικό ποσοστό μελετών που διακρίνονται για την υψηλή συνθετική και κατασκευαστική τους ποιότητα. Ταυτόχρονα συνεχίζει στα χνάρια των προηγούμενων, καθώς, στο πέρασμα των χρόνων ξεδιπλώνονται ορισμένες σταθερές τάσεις της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Γεγονός καθαυτό εντυπωσιακό αν αναλογισθούμε ότι τα μέλη των επιτροπών επιλογής διαφέρουν από την μια Biennale στην άλλη.
Ένα πρώτο τέτοιο χαρακτηριστικό αφορά στην ποσοτικά κυρίαρχη παρουσία της κατοικίας – και δη των μονοκατοικιών, οι οποίες αποτελούν την μερίδα του λέοντος σε κάθε έκθεση. Λιτές ποιοτικές κατασκευές, συνήθως λευκές ή από εμφανές σκυρόδεμα και πέτρα, περιβαλλοντικά ευαίσθητες και χωρίς φορμαλιστικές εξάρσεις, συγκροτούν ένα σχεδόν στιλιστικά ομοιογενές ύστερο-μοντέρνο ιδίωμα. Μέσα από την συνολική τους παρουσία διαφαίνεται σταδιακά μία άρρητη αλλά σαφής και διακριτή παράδοση συνέχειας στον ελληνικό χώρο. Καθώς η αρχιτεκτονική της σύγχρονης ελληνικής κατοικίας αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια και εκτός Ελλάδας για την υψηλή της στάθμη, αυτό οπωσδήποτε συνιστά ένα θετικό γεγονός.
Ταυτόχρονα όμως είναι ενδεικτικό και ενός δεύτερου, αρνητικού χαρακτηριστικού, της συνεχιζόμενης απουσίας αξιόλογων δημόσιων έργων στην χώρα. Βέβαια το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στις Biennale δεν επιτρέπει την υλοποίηση τέτοιων περισσότερο σύνθετων έργων. Αυτή η ένδεια όμως, που δυστυχώς στοιχειώνει και τις νεώτερες γενεές, μαρτυρά όχι μόνον την διαπιστωμένη χρόνια αρχιτεκτονική απουσία από τον δημόσιο χώρο, αλλά πρώτιστα την έλλειψη ενός ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και ενός συλλογικού οράματος.
Είναι φανερό ότι στην Ελλάδα, αντίθετα με άλλες χώρες, δεν παράγεται σημαντική δημόσια αρχιτεκτονική και δεν υπάρχει σχετική ενίσχυση και ενθάρρυνση των αρχιτεκτόνων προς αυτή την κατεύθυνση μέσω σχετικών προγραμμάτων και πρωτοβουλιών. Ως εκ τούτου οι έλληνες αρχιτέκτονες, και ιδιαίτερα οι νεώτεροι, δεν συμμετέχουν στην οικοδόμηση της δημόσιας όψης των πόλεων, παρά μόνον μέσα από τις λιγοστές ευκαιρίες διαγωνισμών που δίνονται για διαμορφώσεις υπαίθριων χώρων και πλατειών ή μέσω θεσμών όπως το Europan.
Στην 7η Biennale παρουσιάζονται ορισμένες ενδιαφέρουσες τέτοιες διαμορφώσεις υπαίθριων και αστικών χώρων, όπως και εσωτερικών χώρων, καθώς επίσης και μελετών με ενεργειακό-βιοκλιματικό προσανατολισμό. Σε αυτό το, αν και αριθμητικά περιορισμένο, δείγμα, διαφαίνονται τάσεις πειραματισμού και αναζήτησης εναλλακτικών δρόμων αρχιτεκτονικής έκφρασης, που δεν εξαντλούνται μόνον στον σχεδιασμό ιδιωτικών κατοικιών.
Ας μην λησμονούμε ότι οι εκατοντάδες πλέον αποφοίτων από τις ελληνικές και ξένες σχολές αρχιτεκτονικής, αποτελούν ένα τεράστιο δυναμικό, το οποίο αν και δεν μπορεί να απορροφηθεί συνολικά στη σημερινή συγκυρία, μπορεί τουλάχιστον να συνεισφέρει σε μία πιο ισόρροπη και ποιοτική ανάπτυξη του περιβάλλοντος – αν ακόμα θεωρούμε ότι η αρχιτεκτονική συμβάλλει ουσιαστικά στον πολιτισμό μας.
Σε μία περίοδο οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης, ενώ διανύουμε ήδη την Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση η οποία αποτελεί το μεγάλο στοίχημα του 21ου αιώνα, δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς θα πρέπει να αντιληφθούν επιτέλους ότι οι αρχιτέκτονες συνιστούν ένα αναξιοποίητο κεφάλαιο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς το κοινό όφελος.
Ηλίας Κωνσταντόπουλος
Πρόεδρος
Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής